υπόσκιος

υπόσκιος
ος , ον тенистый, затенённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπόσκιος" в других словарях:

  • ὑπόσκιος — overshadowed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόσκιος — α, ο / ὑπόσκιος, ον, ΝΜΑ σκιερός αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά 2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. σύ σκιος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόσκιον — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem acc sg ὑπόσκιος overshadowed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκίοις — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκίοισιν — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκίους — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκίων — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut gen pl ὑ̱ποσκίων , ὑποσκιάω imperf ind act 3rd pl ὑ̱ποσκίων , ὑποσκιάω imperf ind act 1st sg ὑποσκιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑποσκιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποσκίῳ — ὑπόσκιος overshadowed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσκιόεις — εσσα, εν, Α υπόσκιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκιόεις «σκιερός»] …   Dictionary of Greek

  • υποσκιώ — άω, Α [ὑπόσκιος] (ποιητ. τ.) υποσκιάζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»